- παραρρητός
- παρα-ρρητός (ῥηθῆναι): to be prevailed upon, placable; neut. pl. as subst., words of persuasion, Il. 13.726.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
παραρρητός — that may be moved by words masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρρητός — ή, όν, Α 1. (για πρόσ.) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συγκινήσει με λόγια 2. εκκλ. αυτός στον οποίο προσεύχεται κανείς, αυτός τον οποίο κάποιος λατρεύει 3. (για λόγια) συμβουλευτικός, παραινετικός, προτρεπτικός 4. παρηγορητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
παραρρητοῖς — παραρρητός that may be moved by words masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρρητοῖσι — παραρρητός that may be moved by words masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρρητοῖσιν — παραρρητός that may be moved by words masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρρητοί — παραρρητός that may be moved by words masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρρητούς — παραρρητός that may be moved by words masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράρρητοι — παραρρητός that may be moved by words masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)